συμμαχώ

συμμαχώ
συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ [σύμμαχος]
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμμαχώ — συμμαχώ, συμμάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμμαχώ — συμμάχησα 1. είμαι σύμμαχος κάποιου, συνδέομαι με συμμαχία: Οι Σπαρτιάτες δε δίστασαν να συμμαχήσουν με τους Πέρσες εναντίον των άλλων Ελλήνων. 2. συνεργάζομαι με κάποιον εναντίον κάποιου άλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμαχῶ — συμμαχέω to be an ally pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμμαχέω to be an ally pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχω — Σύμμαχος fighting along with masc nom/voc/acc dual Σύμμαχος fighting along with masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάχω — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχῳ — Σύμμαχος fighting along with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάχῳ — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυμμάχῳ — Συμμάχῳ , Σύμμαχος fighting along with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμάχῳ — συμμάχῳ , σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχωι — Συμμάχῳ , Σύμμαχος fighting along with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”